- παραχωρητήριο
- το(νομ.)δημόσιο έγγραφο, ιδρυτικό και αποδεικτικό τής παραχώρησης δικαιώματος κυριότητας ή χρήσης ακινήτου τού Δημοσίου σε ιδιώτη.[ΕΤΥΜΟΛ. < παραχωρώ + κατάλ. -τήριο (πρβλ. δωρη-τήριο). Η λ., στον λόγιο τ. παραχωρητήριον, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.