παραχωρητήριο

παραχωρητήριο
το
(νομ.)
δημόσιο έγγραφο, ιδρυτικό και αποδεικτικό τής παραχώρησης δικαιώματος κυριότητας ή χρήσης ακινήτου τού Δημοσίου σε ιδιώτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραχωρώ + κατάλ. -τήριο (πρβλ. δωρη-τήριο). Η λ., στον λόγιο τ. παραχωρητήριον, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παραχωρητήριο — το έγγραφο που βεβαιώνει την παραχώρηση δικαιώματος ή πράγματος: Η Νομαρχία έστειλε στην Κοινότητα τα παραχωρητήρια των κλήρων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”